σφουγγαράς

σφουγγαράς
ο
1) ловец губок; 2) торговец губками

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σφουγγαράς" в других словарях:

  • σφουγγαράς — ο, Ν 1. σπογγαλιέας 2. γυμνός δύτης 3. πωλητής σπόγγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφουγγάρι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] …   Dictionary of Greek

  • σφουγγαράς — ο πληθ. άδες 1. αυτός που αλιεύει σφουγγάρια. 2. αυτός που πουλάει σφουγγάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Sphoungaras — Blick von Gournia zum Sphoungaras Sphoungaras (griechisch Σφουγγαράς = Schwammfischer oder Schwammverkäufer) ist der Name eines Hügels an der Nord Küste des östlichen Kretas. Er liegt etwa 350 Meter nördlich der Ausgrabungsstätte von Gournia …   Deutsch Wikipedia

  • σπογγαλιέας — και σπογγαλιεύς, ο, Ν αλιέας σπόγγων, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + ἀλιεύς / αλιέας. Η λ., στον λόγο τύπο σπογγαλιεύς, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

  • σπογγεύς — ὁ, και σπογγιεύς, Α σπογγαλιεύς, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σπογγίον + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • σπογγοκολυμβητής — ὁ, Α αυτός που κάνει καταδύσεις για να βγάλει σπόγγους, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + κολυμβητής] …   Dictionary of Greek

  • σπογγοτόμος — ὁ, Α αυτός που κόβει σπόγγους από τον πυθμένα τής θάλασσας, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + τόμος (< τόμος < τέμνω)] …   Dictionary of Greek

  • σφουγγαράδικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σφουγγαρά ή στην αλιεία σπόγγων, σπογγαλιευτικός («σφουγγαράδικο καΐκι») 2. το ουδ. ως ουσ. το σφουγγαράδικο α) σπογγαλιευτικό πλοίο β) πρατήριο σφουγγαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σφουγγαραδ τού πληθ. τής… …   Dictionary of Greek

  • σπογγαλιέας — ο αυτός που αλιεύει σφουγγάρια, σφουγγαράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»